καβγαδίζω

καβγαδίζω
καβγάδισα, τσακώνομαι, φιλονικώ, κάνω καβγά: Ο προϊστάμενος καβγαδίζει με τους υπαλλήλους, όταν είναι θυμωμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καβγαδίζω — καβγαδίζω, καβγάδισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καβγαδίζω — και καυγαδίζω [καβγάς] φιλονικώ, διαπληκτίζομαι …   Dictionary of Greek

  • καβγάδισμα — και καυγάδισμα, το [καβγαδίζω] διαπληκτισμός, φιλονικία …   Dictionary of Greek

  • καυγαδίζω — βλ. καβγαδίζω …   Dictionary of Greek

  • κολωώ — κολῳῶ, άω, ιων. τ. έω (Α) μαλώνω φωνάζοντας, καβγαδιζω («θερσίτης δ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οτ. κολωῷ απαντά άπαξ στον Όμηρο στον τ. τού πρτ. ἐκολῴα. Πρόκειται για άλλο τ. τού κολοιῶ, που σχηματίστηκε με μετρική έκταση.… …   Dictionary of Greek

  • μάρναμαι — (Α) (αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου ή για κάποιον ή ως σύμμαχος κάποιου 2. αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», Πίνδ.) 3. μτφ. φιλονικώ, καβγαδίζω, ερίζω,… …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • μαδίζω — (I) (AM μαδίζω) μαδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαδώ κατά τα ρ. σε ίζω]. (II) μαδίζω (Μ) 1. (αμτβ.) επιτίθεμαι, συμπλέκομαι, πολεμώ 2. (μτβ.) εκπολιορκώ, κατανικώ 3. (μτβ.) καταβάλλω, νικώ 4. (αμτβ.) ερίζω, φιλονικώ, καβγαδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μαλώνω — (Μ μαλώνω και μαλλώνω) 1. κάνω δριμείες παρατηρήσεις, επιπλήττω, επιτιμώ («μην τό μαλώνεις το παιδί κάθε τόσο») 2. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, καβγαδίζω («κάθε βράδι αυτό το ζευγάρι μαλώνει») 3. συμπλέκομαι, συγκρούομαι 4. πολεμώ 5. επιτίθεμαι… …   Dictionary of Greek

  • ματς — (I) το (άκλιτο) 1. αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή μεταξύ δύο ομάδων («δυστυχώς, δεν έλειψε και από αυτό το ποδοσφαιρικό ματς η βία») 2. φρ. «δίνω ματς» καβγαδίζω, τσακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. match]. (II) τα (άκλιτο) 1. (συνήθως μαζί με το μουτς) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”